- ὑπερορίαν
- ὑπερορίᾱν , ὑπερόριοςover the boundariesfem acc sg (attic doric aeolic)ὑπερορίᾱν , ὑπερορίαfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
оземьствиѥ — ОЗЕМЬСТВИ|Ѥ (22), ˫А с. Изгнание, ссылка: ничтоже мнѣ ли боле того попечес˫а. тѣмь же абиѥ раздрѣшаѥть ѡц҃емъ ѡземьстви˫а. (ὑπερορίαν) ЖФСт к. XII, 71; ѿгнанъ кѹпьно и ѿ вузанти˫а… съ нимьже и ѥлико иерѣѡвъ правовѣрьныхъ. ѡземьствиѥмь ѡсѹжени… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
υπερόριος — α, ο / ὑπερόριος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, και ποιητ. ιων. τ. ὑπερούριος, ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται ή τελείται πέρα από τα όρια ενός κράτους 2. το θηλ. ως ουσ. η υπερορία α) η πέρα από τα όρια ενός κράτους χώρα, η ξενιτιά (α. «έζησε χρόνια… … Dictionary of Greek